ἠνορέη — ἠνορέα fem nom/voc sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέῃ — ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέηι — ἠνορέῃ , ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέῃ , ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέα — ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠνορέας — ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem gen sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαπήνωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τεγέας στην Αρκαδία, γιος του Αγκαίου, αρχηγός των Αρκάδων με εξήντα πλοία, που του έδωσε ο Αγαμέμνων. Κατά την Ιλιάδα πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Κατά την επιστροφή του, μετά το τέλος του πολέμου, ναυάγησε και … Dictionary of Greek
ανορέα — ἀνορέα, η (Α) η ηνορέη, η ανδρεία … Dictionary of Greek
ανόρεος — ἀνόρεος, α, ον (Α) ανδρικός, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. *ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία] … Dictionary of Greek
ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] … Dictionary of Greek
νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… … Dictionary of Greek