ηνορέη

ηνορέη
ἠνορέη, δωρ. τ. ἀνορέα, ἡ (Α)
1. ανδρεία, θάρρος («ἠνορέη πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. ανδρική ομορφιά
3. δύναμη («ὕδατος ἠνορέη», Αιλ.)
4. πληθ. αἱ ἠνορέαι
έπαινοι τής ανδρείας («ἀνορεαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῑς», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού αιολ. ᾱνορέα, που σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους και προέρχεται πιθ. με απόσπαση από το σύνθετο ευ-ᾱνορία (< ευάνωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἠνορέη — ἠνορέα fem nom/voc sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέῃ — ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέηι — ἠνορέῃ , ἠνορέα fem dat sg (epic ionic) ἠνορέῃ , ἠνορέη manhood fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέα — ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc/acc dual ἠνορέᾱ , ἠνορέη manhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠνορέας — ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέα fem gen sg (attic doric aeolic) ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem acc pl ἠνορέᾱς , ἠνορέη manhood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαπήνωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τεγέας στην Αρκαδία, γιος του Αγκαίου, αρχηγός των Αρκάδων με εξήντα πλοία, που του έδωσε ο Αγαμέμνων. Κατά την Ιλιάδα πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Κατά την επιστροφή του, μετά το τέλος του πολέμου, ναυάγησε και …   Dictionary of Greek

  • ανορέα — ἀνορέα, η (Α) η ηνορέη, η ανδρεία …   Dictionary of Greek

  • ανόρεος — ἀνόρεος, α, ον (Α) ανδρικός, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. *ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία] …   Dictionary of Greek

  • ερατεινός — ἐρατεινός, ή, όν (Α) εράσμιος, αγαπητός, χαριτωμένος (α. «Ἴλιον εἰς ἐρατεινήν» β. «ἐρατεινή ἠνορέη» ανδρεία, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός + εινός, κατ’ αναλογία προς τα αλγ εινός, ποθ εινός] …   Dictionary of Greek

  • νηπιέη — και νηπιάα, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» δεν πρέπει να φέρεσαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”